Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιφνιώτικος η σιφνιώτικη το σιφνιώτικο
      γενική του σιφνιώτικου της σιφνιώτικης του σιφνιώτικου
    αιτιατική τον σιφνιώτικο τη σιφνιώτικη το σιφνιώτικο
     κλητική σιφνιώτικε σιφνιώτικη σιφνιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιφνιώτικοι οι σιφνιώτικες τα σιφνιώτικα
      γενική των σιφνιώτικων των σιφνιώτικων των σιφνιώτικων
    αιτιατική τους σιφνιώτικους τις σιφνιώτικες τα σιφνιώτικα
     κλητική σιφνιώτικοι σιφνιώτικες σιφνιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιφνιώτικος < Σιφνιώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

σιφνιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Σίφνο και τους κατοίκους της

  Μεταφράσεις επεξεργασία