Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Σισμάνογλου οι Σισμάνογλοι
Σισμανογλαίοι
οι Σισμάνογλου
      γενική του/της Σισμάνογλου των Σισμάνογλων
Σισμανογλαίων
των Σισμάνογλου
    αιτιατική τον/τη Σισμάνογλου τους Σισμάνογλους
Σισμανογλαίους
τους/τις Σισμάνογλου
     κλητική Σισμάνογλου Σισμάνογλοι
Σισμανογλαίοι
Σισμάνογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σισμάνογλου < + -ογλου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈzma.no.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐σμά‐νο‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σισμάνογλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία