Σηπιάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σηπιάδα | οι | Σηπιάδες |
γενική | της | Σηπιάδας | των | Σηπιάδων |
αιτιατική | τη | Σηπιάδα | τις | Σηπιάδες |
κλητική | Σηπιάδα | Σηπιάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σηπιάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.piˈa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ση‐πι‐ά‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣηπιάδα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Σηπιάς (καθαρεύουσα)