καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σηπιάς αἱ Σηπιάδες
      γενική τῆς Σηπιάδος τῶν Σηπιάδων
      δοτική τῇ Σηπιάδι ταῖς Σηπιάσι(ν)
    αιτιατική τὴν Σηπιάδα τὰς Σηπιάδας
     κλητική ! Σηπιάς Σηπιάδες
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
Συνήθως στον ενικό
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σηπιάς < → δείτε τη λέξη Σηπιάδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.piˈas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ση‐πι‐άς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σηπιάς θηλυκό