Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαφράμπολη οι Σαφραμπόλεις
      γενική της Σαφράμπολης* των Σαφραμπόλεων
    αιτιατική τη Σαφράμπολη τις Σαφραμπόλεις
     κλητική Σαφράμπολη Σαφραμπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Σαφραμπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαφράμπολη < σαφράν + -πολη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈfɾam.bo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐φρά‐μπο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαφράμπολη θηλυκό

  1. πόλη του Πόντου
  2. συνοικία της Αθήνας, στη Νέα Ιωνία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία