Ραιδεστηνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Ραιδεστηνός < Ραιδεστ(ός) + -ηνός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ραιδεστηνός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό, μάλλον παρωχημένο) άλλη γραφή του Ραιδεστινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ραιδεστηνός
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Ραιδεστηνός < πατριδωνυμικό Ραιδεστηνός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ραιδεστηνός αρσενικό (θηλυκό Ραιδεστηνού)
- (παρωχημένο) ανδρικό επώνυμο, παλιότερη γραφή του Ραιδεστινός
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Γεώργιος Ραιδεστηνός (17ος αι.) στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας μελωδός, πρωτοψάλτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης
-
Γεώργιος Ραιδεστηνός (1833-1889) στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας ψάλτης, λαμπαδάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης