↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ραιδεστινός οι Ραιδεστινοί
      γενική του Ραιδεστινού των Ραιδεστινών
    αιτιατική τον Ραιδεστινό τους Ραιδεστινούς
     κλητική Ραιδεστινέ Ραιδεστινοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Ραιδεστινός < Ραιδεστ(ός) + -ινός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ραιδεστινός αρσενικό (θηλυκό Ραιδεστινή)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Ραιδεστινός < πατριδωνυμικό Ραιδεστινός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ραιδεστινός αρσενικό (θηλυκό Ραιδεστινού)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία