↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πύρρος
      γενική του Πύρρου
    αιτιατική τον Πύρρο
     κλητική Πύρρε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πύρρος < αρχαία ελληνική Πύρρος < πυρρός (ξανθός, ξανθοκόκκινος)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πύρρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πύρρος
      γενική τοῦ Πύρρου
      δοτική τῷ Πύρρ
    αιτιατική τὸν Πύρρον
     κλητική ! Πύρρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

Πύρρος < πυρρός < πῦρ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πύρρος αρσενικό (θηλυκό Πύρρα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πῦρ