Πύρρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πύρρα | ||
γενική | της | Πύρρας | ||
αιτιατική | την | Πύρρα | ||
κλητική | Πύρρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠύρρα θηλυκό
- (μυθολογία) σύζυγος του Δευκαλίωνα, με τέκνα τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα και την Πρωτογένεια
- γυναικείο όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πύρρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πύρρα
- ↑ Πύρρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.