Πτωχόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πτωχόπουλος | οι | Πτωχόπουλοι & Πτωχοπουλαίοι1 |
γενική | του | Πτωχόπουλου & Πτωχοπούλου |
των | Πτωχόπουλων2 & Πτωχοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Πτωχόπουλο | τους | Πτωχόπουλους3 & Πτωχοπουλαίους |
κλητική | Πτωχόπουλε | Πτωχόπουλοι & Πτωχοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πτωχοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πτωχοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πτωχόπουλος < ενδεχομένως «διόρθωση» του Φτωχόπουλος, με τροπή [p] > [f]· μορφολογικά αναλύεται σε Πτωχ(ός) + -όπουλλος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠτωχόπουλος αρσενικό (θηλυκό Πτωχοπούλου)