Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κυπριακό
      γενική του κυπριακού
    αιτιατική το κυπριακό
     κλητική κυπριακό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυπριακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπριακός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυπριακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (πολιτική) το ζήτημα που αφορά τη κατάληψη της Κύπρου από άλλες δυνάμεις και οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε δύσκολο ή/και χρονίζον πρόβλημα ή ζήτημα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κυπριακό