κυπριακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυπριακό | ||
γενική | του | κυπριακού | ||
αιτιατική | το | κυπριακό | ||
κλητική | κυπριακό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυπριακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπριακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυπριακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (πολιτική) το ζήτημα που αφορά τη κατάληψη της Κύπρου από άλλες δυνάμεις και οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε δύσκολο ή/και χρονίζον πρόβλημα ή ζήτημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κυπριακό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυπριακό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακυπριακό