Πτωχόπουλλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πτωχόπουλλος < Πτωχ(όπουλος) με κατάληξη -όπουλλος από … → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πτωχόπουλλος αρσενικό (θηλυκό Πτωχοπούλλου)
- κυπριακό ανδρικό επώνυμο[1] ιδιωματική μορφή του Πτωχόπουλος