Πτωχός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πτωχός | οι | Πτωχοί |
γενική | του | Πτωχού | των | Πτωχών |
αιτιατική | τον | Πτωχό | τους | Πτωχούς |
κλητική | Πτωχέ | Πτωχοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠτωχός αρσενικό (θηλυκό Πτωχού)