Πρίφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πρίφτης < αλβανική Prifti + -ς < επάγγελμα - ιδιότητα στην αλβανική prift (πρίφτης [ιδιωματικό], ιερέας)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾi.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρί‐φτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρίφτης αρσενικό (θηλυκό Πρίφτη)
- ανδρικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, σημασιολογικά αντίστοιχο των επωνύμων Παππάς / Παπάς