Δείτε επίσης: πουρνάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πουρνάρι τα Πουρνάρια
      γενική του Πουρναριού
Πουρναρίου
των Πουρναριών
Πουρναρίων
    αιτιατική το Πουρνάρι τα Πουρνάρια
     κλητική Πουρνάρι Πουρνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πουρνάρι < καθαρεύουσα Πουρνάριον. → δείτε και τη λέξη πουρνάρι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /puɾˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πουρ‐νά‐ρι

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πουρνάρι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία