Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Πορτοκάλογλου οι Πορτοκάλογλοι
Πορτοκαλογλαίοι
οι Πορτοκάλογλου
      γενική του/της Πορτοκάλογλου των Πορτοκάλογλων
Πορτοκαλογλαίων
των Πορτοκάλογλου
    αιτιατική τον/την Πορτοκάλογλου τους Πορτοκάλογλους
Πορτοκαλογλαίους
τους/τις Πορτοκάλογλου
     κλητική Πορτοκάλογλου Πορτοκάλογλοι
Πορτοκαλογλαίοι
Πορτοκάλογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πορτοκάλογλου < Πορτοκάλη(ς) + -ογλου(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾ.toˈka.lo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πορ‐το‐κά‐λο‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πορτοκάλογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία