Πορτοκάλογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Πορτοκάλογλου | οι | Πορτοκάλογλοι & Πορτοκαλογλαίοι |
οι | Πορτοκάλογλου |
γενική | του/της | Πορτοκάλογλου | των | Πορτοκάλογλων & Πορτοκαλογλαίων |
των | Πορτοκάλογλου |
αιτιατική | τον/την | Πορτοκάλογλου | τους | Πορτοκάλογλους & Πορτοκαλογλαίους |
τους/τις | Πορτοκάλογλου |
κλητική | Πορτοκάλογλου | Πορτοκάλογλοι & Πορτοκαλογλαίοι |
Πορτοκάλογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πορτοκάλογλου < Πορτοκάλη(ς) + -ογλου(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poɾ.toˈka.lo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πορ‐το‐κά‐λο‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠορτοκάλογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νίκος Πορτοκάλογλου στη Βικιπαίδεια (γενν. 1957), Έλληνας τραγουδοποιός