↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πολυπόταμος οι Πολυπόταμοι
      γενική του Πολυποτάμου των Πολυποτάμων
    αιτιατική τον Πολυπόταμο τους Πολυποτάμους
     κλητική Πολυπόταμε Πολυπόταμοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πολυπόταμος < πολυ- + ποταμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.liˈpo.ta.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐λυ‐πό‐τα‐μος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πολυπόταμος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία