Πιέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πιέρος | οι | Πιέροι |
γενική | του | Πιέρου | των | Πιέρων |
αιτιατική | τον | Πιέρο | τους | Πιέρους |
κλητική | Πιέρο | Πιέροι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πιέρος < άμεσο δάνειο από την ιταλική Piero ή τη γαλλική Pierre
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpçe.ɾοs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πιέ‐ρος
- ομόηχο: Πιέρρος
- τονικό παρώνυμο: Πίερος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιέρος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πιέρος
|