Πετρόχειλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πετρόχειλος | οι | Πετρόχειλοι & Πετροχειλαίοι1 |
γενική | του | Πετρόχειλου & Πετροχείλου |
των | Πετρόχειλων2 & Πετροχειλαίων |
αιτιατική | τον | Πετρόχειλο | τους | Πετρόχειλους3 & Πετροχειλαίους |
κλητική | Πετρόχειλε | Πετρόχειλοι & Πετροχειλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πετροχείλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πετροχείλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πετρόχειλος < άγνωστης ετυμολογίας Πιθανόν πέτρα + χείλος ή Πέτρος + χειλάς ή μεσαιωνική ελληνική Πετροτράχηλος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈtɾo.çi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τρό‐χει‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠετρόχειλος αρσενικό (θηλυκό Πετρόχειλου και Πετροχείλου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.