Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Περγασή
      γενική της Περγασής
    αιτιατική την Περγασή
     κλητική Περγασή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περγασή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Περγασή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peɾ.ɣaˈsi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Περ‐γα‐σή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περγασή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Περγασή αἱ Περγασαί
      γενική τῆς Περγασῆς τῶν Περγασῶν
      δοτική τῇ Περγασ ταῖς Περγασαῖς
    αιτιατική τὴν Περγασήν τὰς Περγασᾱ́ς
     κλητική ! Περγασή Περγασαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περγασᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  Περγασαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περγασή < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περγασή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία