↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Περίλευτο τα Περίλευτα
      γενική του Περίλευτου των Περίλευτων
    αιτιατική το Περίλευτο τα Περίλευτα
     κλητική Περίλευτο Περίλευτα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Περίλευτο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈɾi.le.fto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ρί‐λευ‐το

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Περίλευτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ 261Α, 31 Αυγούστου 1912