Περίλευτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Περίλευτο | τα | Περίλευτα |
γενική | του | Περίλευτου | των | Περίλευτων |
αιτιατική | το | Περίλευτο | τα | Περίλευτα |
κλητική | Περίλευτο | Περίλευτα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Περίλευτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.le.fto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ρί‐λευ‐το
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠερίλευτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία του Περίβλεπτου[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Περίλευτον (καθαρεύουσα)