Παυλόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παυλόπουλο | τα | Παυλόπουλα |
γενική | του | Παυλόπουλου | των | Παυλόπουλων |
αιτιατική | το | Παυλόπουλο | τα | Παυλόπουλα |
κλητική | Παυλόπουλο | Παυλόπουλα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παυλόπουλο < επώνυμο Παυλόπουλ(ος) + -ο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈvlo.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παυ‐λό‐που‐λο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαυλόπουλο ουδέτερο
- χωριό της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 20-21. https://www.academia.edu/45022075/%CE%A4%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%95%CF%85%CF%81%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82.
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠαυλόπουλο αρσενικό