Παυλόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παυλόπουλος | οι | Παυλόπουλοι & Παυλοπουλαίοι1 |
γενική | του | Παυλόπουλου & Παυλοπούλου |
των | Παυλόπουλων2 & Παυλοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Παυλόπουλο | τους | Παυλόπουλους3 & Παυλοπουλαίους |
κλητική | Παυλόπουλε | Παυλόπουλοι & Παυλοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παυλοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παυλοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pavˈlo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παυ‐λό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαυλόπουλος αρσενικό (θηλυκό Παυλοπούλου)
Συγγενικά
επεξεργασία- Παυλόπουλο (τοπωνύμιο)