Πασάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πασάς | οι | Πασάδες |
γενική | του | Πασά | των | Πασάδων |
αιτιατική | τον | Πασά | τους | Πασάδες |
κλητική | Πασά | Πασάδες | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πασάς < πασάς < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική (τουρκική paşa) < περσική → δείτε περισσότερα στο πασάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐σάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠασάς αρσενικό