Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Παρλόγλου οι Παρλόγλοι
Παρλογλαίοι
οι Παρλόγλου
      γενική του/της Παρλόγλου των Παρλόγλων
Παρλογλαίων
των Παρλόγλου
    αιτιατική τον/την Παρλόγλου τους Παρλόγλους
Παρλογλαίους
τους/τις Παρλόγλου
     κλητική Παρλόγλου Παρλόγλοι
Παρλογλαίοι
Παρλόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παρλόγλου < + -όγλου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾˈlo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρ‐λό‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παρλόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία