Παραδεισιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐δει‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Παραδεισιώτης < Παραδείσ(ια) ή Παραδείσ(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παραδεισιώτης αρσενικό (θηλυκό Παραδεισιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Παραδείσια ή Παραδείσι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Παραδείσια, Παραδείσι
- Παραδεισιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παραδεισιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παραδεισιώτης | οι | Παραδεισιώτηδες |
γενική | του | Παραδεισιώτη* | των | Παραδεισιώτηδων |
αιτιατική | τον | Παραδεισιώτη | τους | Παραδεισιώτηδες |
κλητική | Παραδεισιώτη | Παραδεισιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παραδεισιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Παραδεισιώτης < πατριδωνυμικό Παραδεισιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παραδεισιώτης αρσενικό (θηλυκό Παραδεισιώτη ή Παραδεισιώτου)