Παραδεισιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παραδεισιώτισσα < Παραδεισιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐δει‐σιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παραδεισιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παραδεισιώτης
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Παραδείσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παραδεισιώτης
Παραδεισιώτισσα
|