Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Παπαπέτρου οι Παπαπετραίοι οι Παπαπέτρου
      γενική του/της Παπαπέτρου των Παπαπετραίων των Παπαπέτρου
    αιτιατική τον/την Παπαπέτρου τους Παπαπετραίους τους/τις Παπαπέτρου
     κλητική Παπαπέτρου Παπαπετραίοι Παπαπέτρου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παπαπέτρου < παπα- + Πέτρου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.paˈpe.tɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐πα‐πέ‐τρου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παπαπέτρου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία