Πανωμερίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Πανωμερίτης < (Πάνω Μεριά) πάνω + μερ(ιά) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠανωμερίτης αρσενικό (θηλυκό Πανωμερίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Πάνω Μεριά ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πανωμερίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πανωμερίτης | οι | Πανωμερίτηδες |
γενική | του | Πανωμερίτη* | των | Πανωμερίτηδων |
αιτιατική | τον | Πανωμερίτη | τους | Πανωμερίτηδες |
κλητική | Πανωμερίτη | Πανωμερίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πανωμερίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πανωμερίτης < πατριδωνυμικό Πανωμερίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠανωμερίτης αρσενικό (θηλυκό Πανωμερίτη ή Πανωμερίτου)