Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Παντελόγλου οι Παντελόγλοι
Παντελογλαίοι
οι Παντελόγλου
      γενική του/της Παντελόγλου των Παντελόγλων
Παντελογλαίων
των Παντελόγλου
    αιτιατική τον/την Παντελόγλου τους Παντελόγλους
Παντελογλαίους
τους/τις Παντελόγλου
     κλητική Παντελόγλου Παντελόγλοι
Παντελογλαίοι
Παντελόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παντελόγλου < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pan.deˈlo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ντε‐λό‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παντελόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία