↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παλαιοβράχα οι Παλαιοβράχες
      γενική της Παλαιοβράχας
    αιτιατική την Παλαιοβράχα τις Παλαιοβράχες
     κλητική Παλαιοβράχα Παλαιοβράχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλαιοβράχα < παλαιο- + βράχ(ος) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.oˈvɾa.xa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐βρά‐χα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παλαιοβράχα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία