Παλαιοαχλάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παλαιοαχλάδι | τα | Παλαιοαχλάδια |
γενική | του | Παλαιοαχλαδιού & Παλαιοαχλαδίου |
των | Παλαιοαχλαδιών & Παλαιοαχλαδίων |
αιτιατική | το | Παλαιοαχλάδι | τα | Παλαιοαχλάδια |
κλητική | Παλαιοαχλάδι | Παλαιοαχλάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.o.aˈxla.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐α‐χλά‐δι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιοαχλάδι ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία της Νέας Σπαρτιάς[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Παλαιοαχλάδιον (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παλαιοαχλάδι