καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Παλαιοαχλάδιον τὰ Παλαιοαχλάδια
      γενική τοῦ Παλαιοαχλαδίου τῶν Παλαιοαχλαδίων
      δοτική τῷ Παλαιοαχλαδί τοῖς Παλαιοαχλαδίοις
    αιτιατική τὸ Παλαιοαχλάδιον τὰ Παλαιοαχλάδια
     κλητική ! Παλαιοαχλάδιον Παλαιοαχλάδια
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλαιοαχλάδιον < → δείτε τη λέξη Παλαιοαχλάδι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.o.aˈxla.ði.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐α‐χλά‐δι‐ον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παλαιοαχλάδιον ουδέτερο