Ούννος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ούννος | οι | Ούννοι |
γενική | του | Ούννου | των | Ούννων |
αιτιατική | τον | Ούννο | τους | Ούννους |
κλητική | Ούννε | Ούννοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ούννος < μεσαιωνική ελληνική Οὖννος < μεσοϊρανική
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ούννος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος της φυλής των Ούννων