Αλανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλανός | οι | Αλανοί |
γενική | του | Αλανού | των | Αλανών |
αιτιατική | τον | Αλανό | τους | Αλανούς |
κλητική | Αλανέ | Αλανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αλανός < ελληνιστική κοινή Ἀλανός[1] < πρωτοοσσετική *Allānʉ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλανός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αλανοί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ἀλανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.