Οινοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Οινοχώρι | τα | Οινοχώρια |
γενική | του | Οινοχωρίου | των | Οινοχωρίων |
αιτιατική | το | Οινοχώρι | τα | Οινοχώρια |
κλητική | Οινοχώρι | Οινοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.noˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Οι‐νο‐χώ‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟινοχώρι ουδέτερο