Οινοχωρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Οινοχωρίτισσα < Οινοχωρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.no.xoˈɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Οι‐νο‐χω‐ρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟινοχωρίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Οινοχωρίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Οινοχώρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Οινοχωρίτης
Οινοχωρίτισσα
|