Δείτε επίσης: οικονόμου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Οικονόμου οι Οικονόμηδες
Οικονομαίοι
οι Οικονόμου
      γενική του/της Οικονόμου των Οικονόμηδων
Οικονομαίων
των Οικονόμου
    αιτιατική τον/την Οικονόμου τους Οικονόμηδες
Οικονομαίους
τους/τις Οικονόμου
     κλητική Οικονόμου Οικονόμηδες
Οικονομαίοι
Οικονόμου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Οικονόμου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οικονόμου (πατρωνυμικό) < γενική ενικού του Οικονόμος < οικονόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.koˈno.mu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Οι‐κο‐νό‐μου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οικονόμου αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Οικονόμου αρσενικό