Ντοκμετζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ντοκμετζής < οθωμανική τουρκική دوكمهجی (dökmeci), τουρκικά dökmeci (χυτευτής, καλουπατζής)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ντοκμετζής αρσενικό (θηλυκό Ντοκμετζή)
Ντοκμετζής αρσενικό (θηλυκό Ντοκμετζή)