Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντοκμετζιάν < αρμενική Դոքմեջյան (Dokʿmeǰyan) < (επάγγελμα) τουρκική dökmeci (χυτευτής, καλουπατζής)
Συγγενή επώνυμα: αγγλικά Dokmecian, τουρκικά Dökmeciyan

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ντοκμετζιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία