χυτευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυτευτής | οι | χυτευτές |
γενική | του | χυτευτή | των | χυτευτών |
αιτιατική | τον | χυτευτή | τους | χυτευτές |
κλητική | χυτευτή | χυτευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχυτευτής αρσενικό