Ντοκμετζή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ντοκμετζή < γενική ενικού του αρσενικού Ντοκμετζής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ντοκμετζή θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ντοκμετζής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ντοκμετζή αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Ντοκμετζής