Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Νικοπούλειο τα Νικοπούλεια
      γενική του Νικοπούλειου
Νικοπουλείου
των Νικοπούλειων
Νικοπουλείων
    αιτιατική το Νικοπούλειο τα Νικοπούλεια
     κλητική Νικοπούλειο Νικοπούλεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νικοπούλειο < από το επώνυμο του δωρητή Νικόπουλ(ος) + -ειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ni.koˈpu.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νι‐κο‐πού‐λει‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νικοπούλειο ουδέτερο

  1. (επωνυμία) ονομασία πρώην οικοτροφείου στην Καλλιθέα Αττικής, τμήμα του ΚΕΑΤ
  2. (επωνυμία) ονομασία ιδρύματος στο Λουτράκι Κορινθίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία