Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μουζίλο
      γενική του Μουζίλου
    αιτιατική το Μουζίλο
     κλητική Μουζίλο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μουζίλο < σλαβικής προέλευσης muž (άνδρας, αγρότης) + -ilo (κατάληξη σχηματισμού ονομάτων)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muˈzi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μου‐ζί‐λο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μουζίλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία