Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μονοδένδρι τα Μονοδένδρια
      γενική του Μονοδενδρίου των Μονοδενδρίων
    αιτιατική το Μονοδένδρι τα Μονοδένδρια
     κλητική Μονοδένδρι Μονοδένδρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μονοδένδρι < Μονοδέντρι < μονο- + δεντρί[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.noˈðen.ðɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μο‐νο‐δέν‐δρι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μονοδένδρι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Οικονόμου, Κώστας Ευ. (2002). Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων: γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. , σ. 202