Μεφιστοφελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεφιστοφελής | ||
γενική | του | Μεφιστοφελή | ||
αιτιατική | τον | Μεφιστοφελή | ||
κλητική | Μεφιστοφελή | |||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μεφιστοφελής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Mephistopheles / Mephostophiles / Mephostophilus < αρχαία ελληνική μή + φάος + φίλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜεφιστοφελής αρσενικό
- η διαβολική υπόσταση στην τραγωδία Φάουστ τού Γκαίτε, στην οποία ο Ιωάννης Φάουστ παραχωρεί την ψυχή του, ώστε να ξαναβρεί τη νεότητά του
Συγγενικά
επεξεργασία- μεφιστοφελικά
- μεφιστοφελικός
- → δείτε τις λέξεις φως και φίλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μεφιστοφελής
|