Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μεσονήσι τα Μεσονήσια
      γενική του Μεσονησιού
Μεσονησίου
των Μεσονησιών
Μεσονησίων
    αιτιατική το Μεσονήσι τα Μεσονήσια
     κλητική Μεσονήσι Μεσονήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεσονήσι < μεσο- + -νήσι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.soˈni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Με‐σο‐νή‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μεσονήσι ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. νησίδα της Ελλάδας, στα ανοιχτά της Αστυπάλαιας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία