↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μερκάδα οι Μερκάδες
      γενική της Μερκάδας των Μερκάδων
    αιτιατική τη Μερκάδα τις Μερκάδες
     κλητική Μερκάδα Μερκάδες
Συνήθως στον ενικός
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μερκάδα < καταλανική mercader (έμπορος)[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meɾˈka.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μερ‐κά‐δα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μερκάδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μερκάδα, Δήμος Μακρακώμης