Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μελιτόπολη οι Μελιτοπόλεις
      γενική της Μελιτόπολης* των Μελιτοπόλεων
    αιτιατική τη Μελιτόπολη τις Μελιτοπόλεις
     κλητική Μελιτόπολη Μελιτοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Μελιτοπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
Η θέση της Μελιτόπολης στην Ουκρανία
 
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μελιτόπολης
Μελιτόπολη < ρωσική Мелитополь ή ουκρανική Мелітополь < αρχαία ελληνική μέλι (γεν. μέλιτος) + πόλις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.liˈto.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Με‐λι‐τό‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μελιτόπολη θηλυκό

  • πόλη της Ουκρανίας
    ※  Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐγκατάσταση του στὴ Χερσώνα ὁ Βούλγαρης παίρνει μία ἐπιστολή ἀπὸ τὸν Ποτέμκιν ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία στὸν ἕλληνα λόγιο, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ πρίγκιπα, «διαθέτει διαχρονικὲς γνώσεις καὶ εἶναι συγχρόνως ὁ Ἡσίοδος, ὁ Στράβων καὶ ὁ Χρυσόστομος μας», νὰ κάνει τὴν περιγραφὴ «τῆς ἱστορικῆς περιοχῆς μας» καὶ νὰ δείξει «ποιὰ ὑπῆρξε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ποῦ ζοῦσαν στὰ παλαιὰ χρόνια οἱ Σλάβοι καὶ τί ἧταν ἡ Ὀλβία, ἡ Μελιτόπολη, ἡ νῆσος τοῦ Ἀχιλλέως » κτλ.
    Boris Fonkic, Το μαθητικό τετράδιο του Ελευθερίου (Ευγενίου) Βούλγαρη. Ο Ερανιστής, 22, (1999), σσ. 80–89.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Melitopol’ - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.