Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Μίχογλου οι Μίχογλοι
Μιχογλαίοι
οι Μίχογλου
      γενική του/της Μίχογλου των Μίχογλων
Μιχογλαίων
των Μίχογλου
    αιτιατική τον/τη Μίχογλου τους Μίχογλους
Μιχογλαίους
τους/τις Μίχογλου
     κλητική Μίχογλου Μίχογλοι
Μιχογλαίοι
Μίχογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μίχογλου < Μίχ(ας) + -ογλου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.xo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μί‐χο‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μίχογλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία